επίβουλος

επίβουλος
ος , ον
1) относящийся к посягательству; 2) коварный, вероломный, предательский

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "επίβουλος" в других словарях:

  • επίβουλος — επίβουλος, η, ο και πίβουλος, η, ο επίρρ. α 1. που από χαρακτήρα επιβουλεύεται τους άλλους, που ενεργεί ύπουλα για να βλάψει, δολερός, πανούργος: Επίβουλος άνθρωπος. 2. που γίνεται για επιβουλή ή από επιβουλή: Επίβουλη ενέργεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπίβουλος — plotting against masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίβουλος — η, ο (AM ἐπίβουλος, ον) [επιβουλεύω] 1. (για άνθρωπο) αυτός που σχεδιάζει κακό και με δόλιες ενέργειες βλάπτει κάποιον 2. (για ενέργειες, πράξεις κ.λπ.) ύπουλος, δόλιος (« πίβουλε Πόθε», «ἐπίβουλοι νόσοι») αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπίβουλα …   Dictionary of Greek

  • ἐπιβουλότερον — ἐπίβουλος plotting against adverbial comp ἐπίβουλος plotting against masc acc comp sg ἐπίβουλος plotting against neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβουλότατα — ἐπίβουλος plotting against adverbial superl ἐπίβουλος plotting against neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβουλότατον — ἐπίβουλος plotting against masc acc superl sg ἐπίβουλος plotting against neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβούλως — ἐπίβουλος plotting against adverbial ἐπίβουλος plotting against masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίβουλον — ἐπίβουλος plotting against masc/fem acc sg ἐπίβουλος plotting against neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβουλοτάτη — ἐπίβουλος plotting against fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβουλοτέρους — ἐπίβουλος plotting against masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβουλότατος — ἐπίβουλος plotting against masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»